κώλος

κώλος
ο (Μ κῶλος)
το κατώτατο άκρο τού εντερικού σωλήνα, ο πρωκτός
νεοελλ.
1. τα οπίσθια, οι γλουτοί, ο πισινός
2. το πίσω μέρος ρούχων που εφάπτεται στους γλουτούς («τρύπησε ο κώλος τού παντελονιού»)
3. η βάση ή ο πυθμένας αγγείου, καλαθιού κ.λπ. («έσπασε ο κώλος τής κανάτας»)
4. το πίσω ή κάτω μέρος ορισμένων πραγμάτων (α. «ο κώλος τής βελόνας» β. «ο κώλος τού αβγού»)
5. φρ. «τά θέλει ο κώλος μου» — επιζητώ ή προκαλώ φιλονικία, διαμάχη, επιβάρυνση ή κίνδυνο
β) «είναι κώλος και βρακί» — είναι πολύ στενά συνδεδεμένοι, είναι αχώριστοι
γ) «μέ πέρασε από τού σκύλου τον κώλο» — με καθύβρισε, μού μίλησε υβριστικά
δ) «μού βγαίνει ο κώλος» — κουράζομαι πολύ, εξουθενώνομαι από κάτι
ε) «μού έπιασε τον κώλο» — μέ εξαπάτησε ή μέ εκμεταλλεύθηκε
στ) «θα μού κόψει τον κώλο» — θα μέ επιπλήξει πολύ ή θα μέ τιμωρήσει αυστηρά
ζ) «μ' έστειλε στού διαβόλου τον κώλο» — μέ έδιωξε κακήν κακώς ή μέ έβρισε πολύ
η) «χτυπώ τον κώλο μου στον τοίχο» ή «χτυπώ τον κώλο μου στο μάρμαρο» — αποτυγχάνω παταγωδώς ή πτωχεύω
θ) «... είναι τού κώλου» — είναι ανοησίες, αηδίες ή πράγματα ανάξια λόγου και εκτίμησης
ι) «γίναμε κώλος» — μαλώσαμε φοβερά, ήλθαμε σε οξεία διαφωνία και διαμάχη
ια) «είναι (μεγάλος) κώλος» — είναι πολύ τυχερός
ιβ) «τον κώλο σου να φοβερίζεις» — οι απειλές σου δεν μέ φοβίζουν καθόλου
ιγ) «στρώνω κώλο» — αποφασίζω να δουλέψω εντατικά
ιδ) «στήνω κώλο» — συμβιβάζομαι θυσιάζοντας την αξιοπρέπειά μου
ιε) «αν σού βαστάει ο κώλος» — αν τολμάς
6. παροιμ. α) «έκανε κι η μύγα κώλο κι έχεσε τον κόσμο όλο» — λέγεται για άνθρωπο που απέκτησε όψιμα ή πρόσφατα αξία και αμέσως άρχισε να συμπεριφέρεται αλαζονικά και υπεροπτικά
β) «μιλάνε όλοι μιλάν κι οι κώλοι» — λέγεται για εκείνους που εκφέρουν κρίση ή ασκούν κριτική χωρίς να έχουν δική τους αντίληψη αυτού για το οποίο μιλούν
γ) «βρέξε κώλο να φας ψάρι» — δούλεψε για να αποκτήσεις κάτι
δ) «πότ' ο Γιάννης δεν μπορεί, πότ' ο κώλος του πονεί» — λέγεται για τους μαλθακούς ή φιλάσθενους
ε) «γλυκός ο ύπνος την αυγή, γυμνός ο κώλος τη Λαμπρή» — η αεργία συνεπάγεται τη μη απόκτηση τών αναγκαίων για τη ζωή
ζ) «ο ύπνος τρέφει μάγουλα και ξεγυμνώνει κώλους» — όποιος κοιμάται πολύ και δεν δουλεύει γίνεται φτωχός
η) «τού κώλου τα εννιάμερα» — σαχλαμάρες, ανοησίες
θ) «ορθογραφία γυρεύεις από τής μυλωνούς τον κώλο» — λέγεται για αυτούς που έχουν απαιτήσεις από ακατάλληλο ή ανίκανο άτομο
μσν.
1. κοίλωμα
2. πρύμνη πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κῶλον (ενν. ἔντερον), με αλλαγή γένους (πρβλ. πέπλος: πέπλο), πιθ. κατά το πρωκτός (ο)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κώλος — ο 1. τα οπίσθια, τα πισινά, το κατώτερο άκρο του εντερικού σωλήνα. 2. το μέρος των ρούχων που αντιστοιχεί στα πισινά: Τρύπησε ο κώλος του παντελονιού μου. 3. ο πυθμένας αγγείου, καλαθιού κ.ά., πάτος: Άνοιξε ο κώλος του κοφινιού. 4. η φράση «είναι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κωλώνω — [κώλος] 1. πάω προς τα πίσω με τα νώτα, οπισθοχωρώ («το πλοίο κώλωσε» το πλοίο ανέκρουσε πρύμνη) 2. γυρίζω πίσω, επιστρέφω πριν φτάσω στον προορισμό μου 3. κάνω κάποιον να γυρίσει πίσω 4. σταματώ μόλις συναντήσω ένα εμπόδιο ή μια δυσκολία ή… …   Dictionary of Greek

  • κατάκωλος — ο 1. αυτός που βρίσκεται στο εσώτατο σημείο 2. το ουδ. ως ουσ. το κατάκωλο α) το εσώτατο σημείο β) μυχός κόλπου. επίρρ... κατάκωλα 1. στο εσώτατο σημείο 2. στον μυχό κόλπου ή λιμανιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κωλος (< κῶλον «έντερο»), πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • μακρόκωλος — μακρόκωλος, ον (AM) μσν. αυτός που έχει μακριά πόδια, μακροσκελής («τῶν κυνῶν ἐγκρίνουσι τοὺς μακροκώλους», Γεωπ.) αρχ. 1. (για σφενδόνα) αυτή που έχει μακρούς ιμάντες 2. (για φράσεις, προτάσεις κ.λπ.) αυτός που αποτελείται από μεγάλα κώλα, από… …   Dictionary of Greek

  • μαλλιαρόκωλος — η, ο 1. αυτός που έχει μαλλιαρό πρωκτό, δασύπρωκτος 2. (το αρσ. στην κλητ.) μαλλιαρόκωλε σκωπτική προσφώνηση για νεαρό που έχει περάσει πλέον την παιδική ηλικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαλλιαρός + κώλος (πρβλ. χαμηλό κωλος)] …   Dictionary of Greek

  • μεγαλόκωλος — μεγαλόκωλος, ον (Α) (για ακρίδα) αυτός που έχει μεγάλα σκέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + κωλος (< κῶλον), πρβλ. μονό κωλος] …   Dictionary of Greek

  • μελανόκωλος — μελανόκωλος, ον (ΑM) αυτός που έχει μαύρα μέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + κῶλον (πρβλ. αγκυλό κωλος, ορθό κωλος)] …   Dictionary of Greek

  • ονόκωλος — ὀνόκωλος, ον, θηλ. και ὀνοκώλη (ΑΜ, Μ θηλ. ὀνόκωλις) (ως προσωνυμία τού φαντάσματος τής Εμπούσης) αυτός που έχει πόδια όνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + κωλος (< κῶλον), πρβλ. αγκυλό κωλος] …   Dictionary of Greek

  • ορθόκωλος — ὀρθόκωλος, ον (Α) αυτός που έχει άκαμπτα, τεντωμένα σκέλη, ορθόκυλλος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + κωλος (< κῶλον «σκέλος»), πρβλ. μακρό κωλος] …   Dictionary of Greek

  • Иллирийский язык — Страны: юг Австрии, запад Венгрии, Словения, Хорватия, Босния и Герцеговина, Черногория, Сербия, Албания …   Википедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”